- νεκροσκοπία
- ηεξωτερική, χωρίς νεκροτομία, επισκόπηση πτώματος, νεκροψία, με σκοπό τη διαπίστωση τού θανάτου και την εξακρίβωση τών αιτίων που τόν προκάλεσαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.